quits - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

quits - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Quitter; Quit (disambiguation); Quit (song); Quits

quits         

[kwits]

прилагательное

общая лексика

в расчёте

расплатившийся

расквитавшийся

существительное

[kwits]

общая лексика

возмездие

репрессалия

редкое выражение

замена

компенсация

равноценный предмет

quits         
quits adj.; predic. to be quits - расквитаться, быть в расчете (с кем-л.); I will be quits with him some day - я ему когда-нибудь отплачу; to cry quits - а) предложить мировую, пойти на мировую; б) расквитаться; quits! - (будем) квиты!
quitter         

['kwitə]

синоним

quittor

существительное

разговорное выражение

тот

кто легко пасует перед трудностями

трус

лодырь

прогульщик

сачок

собирательное выражение

человек без выдержки, легко бросающий начатое дело

прогульщик, лодырь

Ορισμός

quits
n. (colloq.) to call it quits ('to cease doing smt.')

Βικιπαίδεια

Quit

Quit or quitter may refer to:

  • Resignation or quit, the formal act of giving up one's duties
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για quits
1. SEC boss quits, raising reform questions WASHINGTON (Reuters) – U.S.
2. May 4 Blair quits after dismal mid–term elections.
3. Quits to return to successful film and theatre career.
4. Rove‘s job pared, Bush press secretary quits WASHINGTON (Reuters) – U.S.
5. Just six weeks before graduation, she quits school.
Μετάφραση του &#39quits&#39 σε Ρωσικά